δοξάρι ή τόξο

δοξάρι ή τόξο
Ευλύγιστη, λεπτή ράβδος από ξύλο, με την οποία δονούνται με τριβή και παράγουν ήχο οι χορδές των εγχόρδων μετά τόξου, όπως λέγονται, οργάνων (βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο). Το δ., που παλαιότερα ήταν καμπύλο (απ’ όπου και το όνομά του), είναι εφοδιασμένο με μια δέσμη από τρίχες αλόγου, τεντωμένες ανάμεσα στα δύο του άκρα. Ο εκτελεστής των εγχόρδων μετά τόξου οργάνων κρατά το δ. στο ένα του χέρι και με συνεχείς ή διακοπτόμενες κινήσεις, με τον καρπό μόνο ή και με ολόκληρο το δεξί μπράτσο, παράγει ηχητικές διαφοροποιήσεις όπως το legato, το staccato κλπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δοξάρι — το (AM τοξάριον, Μ και δοξάριον και δοξάριν) τόξο νεοελλ. 1. ουράνιο τόξο 2. ο ουράνιος θόλος 3. το τόξο έγχορδων μουσικών οργάνων (π.χ. βιολιού) με το οποίο πάλλονται οι χορδές τους 4. όργανο παρόμοιο με δοξάρι για το ξύσιμο μαλλιού, βαμβακιού κ …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • τόξο — το 1. αρχαίο επιθετικό όπλο που έριχνε βέλη. 2. κάθε τμήμα καμπύλης γραμμής: Τόξο κύκλου. 3. ό,τι έχει σχήμα τόξου: Τόξο αορτικό. – Βολταϊκό τόξο. – Ουράνιο τόξο. 4. αψίδα, καμάρα: Τόξο γέφυρας. 5. δοξάρι για έγχορδα όργανα: Τόξο βιολοντσέλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοξάρι — το 1. το τόξο με το οποίο τρίβουν τις χορδές μουσικών οργάνων και παράγεται ο ήχος. 2. εργαλείο σε σχήμα τόξου με το οποίο τινάζουν και ξαίνουν το βαμβάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοξάρι — το / τοξάριον, ΝΜΑ (υποκορ. τ. τού τόξο) μικρό τόξο νεοελλ. δοξάρι μσν. τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. ποδ άρι(ον)] …   Dictionary of Greek

  • δοξαρίζω — [δοξάρι] χτυπώ με τόξο, σαϊτεύω …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”